Σαρδανάπαλος

Σαρδανάπαλος
Ασσύριος βασιλιάς τον οποίο αναφέρουν πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και ο οποίος ταυτίζεται με το βασιλιά Ασουρμπανιπάλ (668-626 π.Χ.), γιο του Εσαρχαδών. Ο Ασουρμπανιπάλ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ασσύριους ηγεμόνες: μετά τη νίκη του εναντίον συνασπισμού επαναστατών, που, υποστηριζόμενος από ισχυρούς ξένους, είχε κινηθεί εναντίον του κάτω από την ηγεσία του αδελφού του Σαμάς-σουμ-ουκίν (Σαοσδούνιχος των Ελλήνων), κατάκτησε την Ελάμ, υπόταξε τη βόρεια Αίγυπτο, και επέκτεινε τις κτήσεις του δημιουργώντας ένα τεράστιο κράτος που εκτεινόταν από τη Μικρά Ασία ως την Αραβία και από την Ελάμ ως την Αίγυπτο, ανυψώνοντας έτσι την ασσυριακή αυτοκρατορία στο ζενίθ της δύναμης και της λαμπρότητας, παρόλο που είχε εξασθενήσει από τον αγώνα κατά της Ελάμ. Και πραγματικά λίγα χρόνια μετά το θάνατό του, η αυτοκρατορία και η ίδια η πρωτεύουσα ΝινευΓ δέχτηκαν την επίθεση του Μήδου Κυαξάρη και η κατάρρευση υπήρξε αναπόφευκτη. Αντίθετα, κατά την ελληνική παράδοση, που είναι φανερό πως έχει παραμορφωθεί από τη φιλολογική παράδοση, ο Σ. εμφανίζεται ως θηλυπρεπής και διεφθαρμένος ηγεμόνας. Το γεγονός ωστόσο αμφισβητείται από πολλούς ασσυριολόγους.
* * *
ο, ΝΑ
1. βασιλιάς τών Ασσυρίων, περιώνυμος για τον συβαριτισμό του, την ηδυπάθεια, την μαλθακότητα και την χλιδή στην οποία ζούσε
2. συνεκδ. (ως επιθ.) άνθρωπος τρυφηλός, άσωτος, με έκλυτα, ήθη
νεοελλ.
μτφ. άνθρωπος ανακατωσούρης, τσαπατσούλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σαρδανάπαλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρδανάπαλος — ο άνθρωπος ακατάστατος, σπάταλος, ακόλαστος (από το όνομα μυθικού βασιλιά της Ασσυρίας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαρδαναπάλου — Σαρδανάπαλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδαναπάλους — Σαρδανάπαλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδαναπάλῳ — Σαρδανάπαλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδανάπαλοι — Σαρδανάπαλος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδανάπαλον — Σαρδανάπαλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • THONOS CONCOLOROS — Sardanapali cognomen. Iornandes de regnorum successionibus: Thonos Concoloros, quem Graeci Sardanapalum nominant. Neque aliter Euseb. in Chron. (et ex eo B. Hiero nymus) Σαρδανάπαλος, ὅςπερ τισὶ Θῶνος Κονκολορος ὀνομὰζεται. Apud Suidam tamen non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Сарданапал — (Sardanapalus, Σαρδανάπαλος). Ассирийский царь, при котором Ассирийское царство было покорено вавилонянами в VIII в. до Р. X. Он славился своей изнеженностью и распутством и, когда враги осадили Ниневию, он приказал соорудить огромный костер и… …   Энциклопедия мифологии

  • САРДАНАПАЛ —    • Sardanapālus,          Σαρδανάπαλος или Коносконколер, назывался обыкновенно (по Ктесию) последним царем так называемого Древнеассирийского царства, которое будто уничтожено мидийцем Арбаком и вавилонянином Белесисом в 9 в. до Р. X. Но т. к …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”